Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Οι 7 παίδες εν σαξοφώνω...

Στην ταινία «Συνομιλία» ο Τζιν Χάκμαν, ένας σκληρός επαγγελματίας λαθροακουστής και κοριοτοποθέτης εις πάντας, στο τέλος αυτού του θρίλερ του Φράνσις Φορντ Κόπολα, πέφτει θύμα της «τέχνης» του στα δίκτυα και τα δίχτυα της. Βάζουν κοριό στο σπίτι του πράγμα ανήκουστο για τον αδίστακτο ο οποίος ξηλώνει όλο το σπίτι του να τον βρει. Στα ερείπια τέλος πάνω καθισμένος με το σαξόφωνό του παίζει ένα σπαρακτικό κομμάτι για το τέλος, την απώλεια, τη διάψευση. Σκεφτόμουν τη ταινία αυτή και το τέλος της, θεατής κι ακροατής μιας συναυλία (Σάββατο 13 Απριλίου) ενός συνόλου σαξοφώνων μαθητών και διδασκάλων στο Δρίζειο Δημοτικό Ωδείο Κοζάνης. Το εν λόγω αρχοντικό είναι Δημοτικό ωδείο πλέον μετά από τόσες κοινωφελείς χρήσεις. Φιλοξένησε βασιλείς, πρωθυπουργούς, υπουργούς, αρχηγούς κομμάτων στην μεγάλη ιστορία του και τους ρόλους του. Ο ιδιοκτήτης του Κ. Δρίζης βουλευτής στην οθωμανική Βουλή της Κων/πόλεως μέγας βενιζελικός παράγων της Κοζάνης το μεσοπόλεμο, έστησε ένα άγαλμα του Βενιζέλου στην αυλή του αρχοντικού εν ζωή ακόμα του πολιτικού. Σε μια αλλαγή κυβέρνησης από τις τόσο συχνές την περίοδο εκείνη, οι αντίπαλοί του στην πόλη γκρέμισαν το άγαλμα, το κεφάλι του το έκοψαν με σφυριά και βαριές και κλωτσώντας το σαν μπάλα ποδοσφαίρου, το έφτασαν στο λάκκο παρακάτω. Αυτός ξεκινούσε από τη Σκρ’κα (σλαβιστί βραχώδης προεξοχή) και διαχυνόταν στις Λούνες περιοχή υποδοχής αστικών λυμάτων της πόλης). Εκεί εφημέρευε το περιώνυμον Ζλαπ απ’ Τσλούνες, το οποίο δε γνωρίζω στην υφή του αλλά στην αφή του. Σκληροί καιροί. Τότε, μετά το αποτυχών κίνημα των Βενιζελικών το ‘35 το σωματείον εκδοροσφαγέων Πατρών έστειλε τηλεγράφημα στην Κυβέρνηση των Λαϊκών με το οποίο έθεταν τις υπηρεσίες τους στη διάθεση των Κυβερνώντων για να …γδάρουν τους κινηματίες. Σήμερα η αυλή του Ωδείου γέμει λευκές στήλες μαρμάρινες σ’ ένα συμβολισμό του διαπασών. Μεγάλος πρόλογος κάπως περίεργος με τα ιστορικά του για μια βραδιά εκεί που σε γέμισε με μουσική γνώση, τάσεις φυγής από τη σκωρία της καθημερινότητας, ομορφιά κι αισιοδοξία. Συναυλία με σαξόφωνα και τίτλο «Από το Μεσαίωνα στο Barogue” και τελούσε υπό την επίβλεψη και διδασκαλία της κυρίας Αναστασίας Καραγκούνη (και νομικός συν τοις άλλοις, γειτόνισσα μου στη Χ. Μούκα 1 λίαν αγαπητή). Στην επιμέλεια κειμένων η Νατάσα Κύργια και τη σχεδίαση της παρουσίασης η Νικολέτα Θανασούλα. Επί των οργάνων οι: Ασκαρίδης Λάζαρος, Iωαννίδης Φώτης, Καπαγιαννίδης Ερμής-Νικάνωρ, Καραμάρκος Θανάσης, Κουσά Αναστασία, Τσεγγενές Εμμανουήλ. Το μουσικό ανθολόγιο –πρόγραμμα αποτελούνταν από μικρά κομμάτια κλασσικών συνθετών που ξεκινούσαν από το 1547 κι έφταναν το 1759· είχε ως εικός μεταγραφές για σαξόφωνο έργων τους. Γνώριζα ελάχιστα ονόματα, τα εντελώς βασικά για μια μέση μουσική γνώση: Περγκολέζε, Πέρσελ, Βιβάλντι, Μπαχ, Τέλεμαν, Χαίντελ ιδίως στο Hallelujan (Αλληλούια) από το «Μεσσία» που καταχειροκροτήθηκε. Οταν πρωτοπαίχτηκε 13 Απριλίου 1742 στο Δουβλίνο ο «Μεσσίας», αν καλά θυμάμαι μας έλεγε συνεπαρμένος ο συναρπαστικός θεολόγος μας στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, με το τραγικό τέλος του ο δύστηνος Μιχ. Ευθυμίου, πως μετά μετά το «Αλληλούια» οι ακροατές επί μισή ώρα χειροκροτούσαν όρθιοι. Του μουσικού σχήματος μετείχαν 7 νεαροί σαξοφωνίστες κάποιοι μόλις λίγο πιο ψηλοί από το όργανο τους. Ολοι με σοβαρότητα επαγγελματία μπαινόβγαιναν στην ισόπεδη σκηνή και τα αναλόγιά τους για να χωθούν στα χαρτιά και τα κομμάτια τους και να διασπείρουν στην ατμόσφαιρα τουλάχιστον τρυφερότητα. Ηξερα το σαξόφωνο σε άλλους ηχητικούς τρόπους όχι σε κλασσικές διασκευές και μ’ άρεσε ο νέος κόσμος μουσικής όπου με έμπαζαν, κατ’ αρχήν, παίδες εν σαξοφώνω. Πάντα θαύμαζα τη γλώσσα της μουσικής πάνω στο χαρτί κι αυτούς που παίζουν συλλαβίζοντας και σχεδόν αγγίζοντας τους γραπτούς μουσικούς ήχους. Είχα πολύ καιρό να βρεθώ σε μικρούς αισθαντικούς χώρους (εξαιρώ και εξάρω τις «30 καρέγλες» του Π. Δημόπουλου) όπου ανθούν αθόρυβα χωρίς καμιά αμετροέπεια η τέχνη και τα γράμματα κι όχι η θεματολογική φτήνια και ο «κονιορτός» των δημιουργών. Στις μεγάλες αίθουσες η πολυκοσμία σφίγγει τη διάθεση και αποσυναρμολογεί την ψυχή. Εκεί μέσα πρωτίστως δεν μπορείς να ρεμβάσεις, στους μικρούς αφήνεσαι, όπως την «έπαθα» κι εγώ εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου 13 Απριλίου στο λίαν ωραίο Ωδείο Κοζάνης. Τα μάτια κι οι ματιές μου συνεχώς έφευγαν έξω από το παράθυρο η μουσική τα έσπρωχνε προς τα εκεί σε κάτι σύννεφα τα οποία από την αντηλιά του δειλινού κοκκίνιζαν. Ηταν ένα εντελώς ωραίο απόβραδο που μας χάρισαν οι μικροί μουσικοί κι η δασκάλα τους… ΥΓ. Εφευγα, όταν με πλησίασαν δύο γλυκύτατες νεαρές κοπέλες. «Σας θαυμάζω» μου είπε η μία «γιατί είστε ποιητής». Ξαφνιάστηκα τα ‘χασα σαν να με έπιασαν στα πράσα ή κλέπτοντα οπώρας. «Μα δεν είμαι, το πολύ σελιδοποιητής ή στιχάκιας» ψέλλισα. Πηγαίναν στο Μουσικό Γυμνάσιο Πτολεμαϊδος (εκεί που γίνεται μέγα έργο στη μουσική με δ/ντη τον φίλτατο Παύλο Ταχτιβερνίδη ή κάπως έτσι) ο δε μουσηγέτης του εκπαιδευτηρίου διοικητής των «30 καρεκλών» κι όχι μόνον, μελοποίησε 4 ποιήματά μου με τίτλο το «Τελωνείο» τα οποία φαίνεται τραγουδούσαν στη μεγάλη χορωδία τους οι νεαρές με τις οποίες δεν παρέλειψα να βγω φωτογραφία εννοείται. Εφυγα ξαλαφρωμένος…

Για το φίλο που έφυγε...

Περί το εσπέρας της σήμερον 17 Απριλίου ώρα 7, στο καφε «Μπλε ελαφι» επι της Παύλου Μελά, πλατεία Πάνου Τζαβέλα θα βρεθούμε και θα θυμηθούμε το φίλο μας Σάκη Καραλιώτα που "εφυγε" ακριβώς πριν 3 μήνες…γνωστοί φίλοι σύντροφοι και οποίος άλλος θέλει … (Το σχέδιο είναι του Κώστα Ντιο )

Πρωινός καφές χωρίς τσιγάρο

Πρωινός καφες επι της Χ Μουκα με ποιητές φίλους καλους κι αγαπημένους Η Αφροδίτη Κοιδου μόλις χτες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρέμβαση τη συλλογή της «…κι έναν καιρό» κι ο Θανάσης Μαρκοπουλος πριν λίγο καιρο τις «Βροχές Βερμιου» από τις εκδόσεις μελάνι και το Σάββατο 20 Απριλίου στο καφε Μπλε ελαφι της Κοζάνης περι το εσπερας θα γίνει η εμφάνιση της συλλογής του. «Κι οσο αυτός θυμόταν εκείνη/ Έριχνε τα φύλλα της αργα αργα στα πόδια/

Οι γρήγορες Παρασκευές

Γρήγορα έρχονται και φεύγουν οι Παρασκευές μέρες αισθαντικές/ μαζί τους κι οι Χαιρετισμοί που σήμερα τον κύκλο ολοκλήρωσαν/ Με τη γοητεία των Χαίρε τα Ασπιλε και καταβασίες κατανυκτικές./ Μεταμόρφωση προσευχές κι ωραιότητα παρθενίας συγκλήρωσαν/

Το Πασχα στο κόκκινο...

91 και… Η μάνα βάφει με κόκκινο τα ζωνάρια της αυλης. Αρα το Πάσχα ερχεται…

Ο ποιητής και λογιστής Ν.Χειλαδάκης

Εμνησθην ημερών αρχαίων! «Ποιες στέρνες πάθους κουβαλάς…» Με τον ποιητη και λογιστή Νίκο Χειλαδακη στο αισθαντικό κτήμα του ζωγράφου Γ Χατζάκη ενώ ο Άγγελος του επι θύρας παρακολουθεί….

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Τηγανιτές μελιτζάνες με σκόρδο κ.λπ

Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκη/ Δικτατορίας Μεταπολίτευσης χρόνοι/ Ισόγεια λαϊκή ταβέρνα Υποβρύχιο/ Ολα εκεί μέσα ήταν πάοκ και θύρα 4/ Δυο ηλικιωμένοι μουσικοί λαούτο βιολί/ «Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω / για σένα έγινα έγινα κορμί χαμένο...»/ Πελάτες πατείς με πατώσε. ουρά/ απ’ όλα τα λαϊκά κι επιστημονικά κατεστημένα/ Μελιτζάνες τηγανιτές με σκόρδο/ το σουξέ του μάγειρα/ Αγριες γευστικές ομορφιές/ Τις θυμήθηκα η μάνα/ τις είχε ετοιμάσει σε παλιό τσίγκινο πιάτο/ στο Κυριακάτικο τραπέζι στο χωριό/ -Κόλαση!/ Ηταν και οι αγάπες ασυμμάζευτες.../

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Σταυροπροσκυνοδενδρολίβανη

Φύσηξε άνοιξη στα κυπαρίσσια/ τα πλαστικά άνθη ζωήρεψαν στους τάφους/ οι μαργαρίτες χαρούμενες/ παίζουν μονότερμα στο τερέν του Απριλίου/ Με διαπέρασε αγέρας με ριπές μνήμες/ από την Καψάλη και τα μαντριά / Καθώς όλα αναχωρούν τίποτε δεν μένει/ μόνον η ανάμνηση 2,5 χρόνια απλωμένη/ μέρα τη μέρα μαζεύεται/ καθώς ζωή που συμμαζεύεται./ Σταυροπροσκυνοδενδρολίβανη μέρα/ κρατώ στο χέρι και θέλω να την χαρίσω.../ Το τραπέζι της Κυριακής στρωμένο/ την σκιά σου έστω περιμένω...

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Σχετλιαστικόν δοκίμιον επί τη εμφανίσει ποιητικής συλλογής μετ' ανθέων

Στη Δημοτική βιβλιοθήκη Κοζάνης ποίηση μετ’ ανθέων έλαβε χώρα την 1η Απριλίου, Μαρίας της Αιγυπτίας μνήμη. Σηκώνω τα χέρια προς τον ουρανό σε στάση ικεσίας όχι να προσευχηθώ αλλά να παραδοθώ, ποιητική αποθέωση, ξεθέωση. Το λοιπόν. Εμφάνιση (αντικατέστησε τη λέξη και πράξη παρουσίαση) στον κόσμο της πόλεως Κοζάνης και περιχώρων, ποιητικής συλλογής ονόματι «Στο ακρωτήρι της κρυφής ελπίδας» μετά εικόνων, από τις εκδόσεις Αρμός, οι οποίες μονοπωλούν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος για τις εμφανίσεις των βιβλίων τους, του δόκιμου ποιητού και πολιτικά ευδόκιμου, κ. Ελευθερίου Τζιόλα ( Ξάνθος το ποιητικόν του ψευδώνυμον ίσως λόγω χρυσίζουσας κώμης). Όπως λέμε Δημήτριος Σύψωμος και εννοούμε Λάμπρος Πορφύρας και τ’ ανάπαλιν. Ο ποιητής έχει άλλες 5 συλλογές στο ενεργητικό του, μήπως και παθητικό; Διετέλεσε άλλοτε αγωνιστής του αλήστου μνήμης Πασοκ. Από αυτό εξωπετάχτηκε με κάποιους συντρόφους του σαν τρίχες από το ζυμάρι. Είχαν συστήσει πολιτική κίνηση και πολεμούσαν για την αριστερή εμφύτευσή τους στο πλαδαρό πλέον σώμα του μεγάλου κόμματος. ΕΜΑΣ ο τίτλος και μ’ αυτόν διεκδίκησαν ύπαρξη πολιτική. Αργοτερότερον όλοι εις το πασόκ κατέληξαν λαμβάνοντες θέσεις, πλην του επιχωρίου κυρ’ Λάζου Τσ. κατοίκου της πλατείας Αυλιώτη και γείτονός μου. Κάποτε σήκωσα το λάζο/ με το μανίκι το γαλάζο/ για να σκοτώσω το Τζανή/τον άντρα της Κωσταντινιάς/ μα σκόνταψα σ΄ ένα σκαμνί/ κι έτσι δεν έγινα φονιάς. (Κ. Βάρναλης) Ο Ξάνθος ποιητής, διετέλεσε κουμπάρος στην Κοζάνη («Ο Βλάχος μέγας κριτικός τον έχω και κουμπάρο/αλλά ποτέ μου δεν μπορώ στο σκάκι να τον πάρω»), έγραφε ο Γ. Σουρής δια τους λόγιους κουμπάρους του καιρού του. Ο τοπικός κουμπάρος του εξέδιδεν αγωνιστικόν φυλλάδιον με τον τίτλο «Αγώνας» για το σοσιαλισμό, την κοινωνία κ. ά. νεφελώδη. Μια μνήμη με πολιορκεί. Σε πάρκο της Θεσσαλονίκης τω καιρώ εκείνω οι του ΕΜΑΣ («Δε.... δε...../ οργανώσου στον ΕΜΑΣ» έλεγαν οι χλευαστές αντίπαλοί του), διέπραξαν φεστιβάλ. Έγραφε τότε ο μέγας αρθρογράφος στον «Ελληνικό Βορρά» Ν. Μέρτζος: «Δε φτάνουν όλα τα άλλα φιλορωσικά τους, χόρευαν και Καζαστό» ήγουν κοζάκικο πηδηχτό χορό! Τον Πρώτο Εμφανιστή του απογεύματος πολυδήμαρχο, βουλευτή, υπουργό με πείρα και πήρα ποιητική, δεν τον άκουσα τι είπε. Πριν μερικά χρόνια, 23 ας πούμε, σε μια ποιητική βραδιά που διαπράξαμε στο καφέ Αλλοτινό με όλη την τοπική εξουσία απαγγέλουσα ποίηση, με έριξε, ως διοργανωτή και οιονεί τοπικόν πρόεδρον της ποίησης, στο ποιητικό καναβάτσο της καφετέριας. Διάβασε ένα ποίημα του Γ. Σεφέρη που αγνοούσα εντελώς. Ναι, αγνοούσα το ποίημα «ΤΕΤΑΡΤΗ» από τις σημειώσεις μιας εβδομάδας που μαζί με την «ΤΡΙΤΗ» δεν περιλαμβάνονταν στο σώμα της 7ης εκδόσεως των ποιημάτων του Γ. Σ. με την οποία παιδιόθεν εκατηχούμην, ότι τα χειρόγραφα αυτών των ποιημάτων είχαν παραπέσει στο τυπογραφείο. Ένιωσα εκείνο το βράδυ φρικτά στην άγνοια μου. Ως εκ τούτου αρμοδίως εισήχθη στην τράπεζα των Εμφανιστών με τέτοια προϋπηρεσία στην ποιητική κατήχηση και λειτουργική. Τον Β’ Εμφανιστή κ. Μιλτ. Ππνκλ ως ουσιαστικόν, (το εμφανισθείς είναι μετοχή), μεγαλοτιτλούχο της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών κατηγορίας ομοτίμου, γνώρισα εξ ακοής από τον Κ. Ντιό κατέγραψα δε την διήγησή του στην αφήγησή μου «Ένα κρασί για δύο εντελώς» ( «Το χρώμα της νοσταλγίας», 2008, εκδ. Γαβριηλίδης) Πως βρέθηκε ο κυρ’ ομότιμος κι η χάρη του στο πάνελ (τι γελοία λέξη!) της εμφάνισης ποίησης και φωτογραφοσύνης, ο Κύριος αυτών οίδε. Είπε (δηλαδή διάβασαν το λόγο του) λόγια εμβριθή, λέξεις ωραίες (μετ’ ανθέων) κ.λπ, κ.α. Με τον εκ λόγω ερίτιμο είχα μια λογοτεχνική διαπλοκή από τότε που ήτο διευθυντής της Μονής Λαζαριστών, μέγα ίδρυμα πολιτισμού στη Θες/νίκη. Κάποτε το λοιπόν στην αυλή του καθιδρύματος καθόταν στα καλά καθούμενά τους και στην αβάσταγη αδημονία άφιξης του οινοπνεύματος (η χειρότερη στέρηση στο ανθρώπινο είδος) δύο κορυφαίοι ζωγράφοι φίλοι ο Κ. Λχς και ο Κ. Ντς κι έπιναν ένα ποτήρι κρασί. Αλλά τι είναι ένα πυροσβεστικόν ποτήρι σε μια θάλασσα οινοφλόγας; Κάτι έπρεπε να γίνει. Εγχείρημα, ήγουν ο νεαρότερος θα επιχειρούσε κάτι το ριψοκίνδυνον. Αντιγράφω κάτι τις: « - Ένα κρασί για δύο ! H παραγγελία δόθηκε, όμως αν και την επανέλαβε, η αλλοδαπή υπάλληλος, που φρόντιζε να παίρνει τις επιθυμίες των πελατών στα σοβαρά, συνέχιζε να κωφεύει ακόμα κι όταν για τρίτη φορά αυτή διατυπώθηκε. Ήταν σίγουρος πως και τον είδε και τον άκουσε, όταν το είπε δις και το επανέλαβε άπαξ. Tους κοιτούσε όμως με μάτια απλανή, και πλάνα κατέστρωνε για τις παραπέρα κινήσεις, αφού κάτι σαν αγώνας ετοιμαζόταν να λάβει χώρα. Μία ενόχληση άρχισε ν’ αναρριχάται στα άδεια ποτήρια. Προσέγγισε, με συστολή διευθυντού δημοτικής επιχειρήσεως που προσεγγίζει τον πρόεδρο του, μέλος του εκάστοτε Δημοτικού συμβουλίου, τον πάγκο. - Zητήσαμε ένα κρασί για δύο. - Tο ξέρω· είπατε όμως «παρακαλώ»; Nάτος ο πρώτος βάτραχος που με δυσκολία άρχισε να κατεβαίνει στο λαιμό του. Nαι, δεν είπε τέτοιο πράγμα. Aλλά θα έπρεπε; Eπιστρατεύοντας κάθε ικμάδα νηφαλιότητας επιβεβαίωσε μέσα του την παράλειψη, προχώρησε στην δια της σιωπής αναγνώρισή της - τι πρωτοφανείς ευγένειες είναι αυτές για υπαλλήλους του πολιτισμού- και υπέβαλε σύννομα πλέον την αίτηση. - Παρακαλώ, ένα κρασί για δύο! - Mάλιστα, απάντησε κοφτά, στρατιωτικά· αλλ’ όμως δε σερβίρουμε μπουκάλι· μόνο από ένα ποτήρι δικαιούσθε, κύριε. - Nαι, αλλά το μπουκάλι είναι για τον κύριο διευθυντή, είπε μόλις ακουόμενος ο παραγγέλνων ζωγράφος. Δηλαδή το διευθυντή εκείνης της μεγάλης Mονής Καθολικών με τα μικρά κλουβιά - κελιά, που φιλοξενούνταν τότε οι καλόγεροι και τώρα οι εξαιρετικές μοναχικές περιπτώσεις του πολιτισμού της συμπρωτευούσης χώρας. - «O διευθυντής είμαι εγώ», άκουσε τον σοβαρό κύριο απέναντί του, δίπλα στην κυρία προϊσταμένη του μπουφέ, που τον κοιτούσε με οικτήρμονα συγκατάβαση. Eνιωσε όπως όταν πέφτει το παντελόνι την ώρα που αγορεύεις, χωρίς να έχεις μπροστά έδρανο ή άλλον τι προφυλακτικόν προπέτασμα, γυμνός δε να παραδίνεσαι στις συνέπειες του ακαταλλήλως, εντελώς, για προφυλάξεις διάγειν. Kατάπιε όσους βατράχους είχαν απομείνει και σιωπηλός απήλθε προς την αυλή χωρίς μπουκάλι, κατά το κοινώς λεγόμενον μπουκάλα, και επειδή τα πάντα γίνονταν στη σφαίρα του εσωτερικού μονολόγου, θυμήθηκε εκείνον τον υπερήλικα γεωργό από τα καρβουνοχώρια της περιοχής του, που, ως άλλος Φλομπέρ, στο δικαστήριο της πόλης του και στη δίκη για την απαλλοτρίωση των χωραφιών του, όταν η δικαστής φώναξε το όνομα της καθ’ ου συζύγου του, Eρασμίας Xατζηκαραογλανίδου, ούσας απούσας ανεφώνησε: - H Eρασμία Xατζηκαραογλανίδου είμαι εγώ! ΥΓ. 1. Δεν παρέστην στην εμφάνιση της συλλογής ότι η ποίηση είναι λέξεις σε λευκό χαρτί. Όχι ιλουστρασιόν με εικόνες, ζωγραφιές, φωτογραφίες κ.α. στολίδια που βουλιάζουν την τέχνη της ποιήσεως. ΥΓ. 2. 9 νοματαίοι μετείχαν της εμφανίσεως περισσότεροι κι από εκείνη την παρουσίαση του βάρδου ποιητού της περιοχής Μπουτζιακίων που είχε 8 υπηρέτες κατά την διαδικασία.

Ο Αρμόδιος που αρμοδίως εισάγεται στην κυκλοφορία

Την σήμερον Γ’ των Χαιρετισμών ελάβομεν από χείρας της κυρίας εκδοτρίας μας Δήμητρας Κ. το 30ον βιβλίον μου (βιβλιαρίδιον δηλ.) με τον τίτλο «Αρμόδιος χωρίς τον Αριστογείτονα»- Μέρες του 1974 (τι είναι αυτό;) εκδ. Παρέμβαση. Σμικρώ σχήμα και λίγες σελίδες ίνα μη καταπονούμε τους ευλαβείς αναγνώστες μας με τις αδολεσχίες μας. Ανήκει στη σειρά «Μικρές ιστορίες» και προηγήθηκαν αυτού: «Εκείνος ο Απρίλης του Χίλια ‘967» και «Πολεμικά συμβάντα και εργατικά ενθυμήματα». Σημείωση: Διαβάζω στις πρώτες σελίδες πως αφιερώνεται στη μνήμη του αλησμόνητου Σάκη Καραλιώτα για τον οποίο μια ενθύμηση φίλων του θα λάβει χώρα στις 17 Απριλίου ώρα 7 το απόγευμα στο καφέ Μπλε ελάφι.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Καθηγούμενος Πορφύριος

Συντροφιά με το γέροντα Πορφύριο (Μπατσαρά)/ Καθηγούμενο της περίφημης μονής Προδρόμου/ Βεροίας, Αλιάκμονος και Πιερίων/ ποιητήν συν τοις άλλοις/ «Στίχοι σκόρπιοι/ κολώνας αρχαίας οι σπόνδυλοι...»/ Καμπάνα του αγίου Νικολάου/ η πρωινή Λειτουργία τελειώνει / Σαρακοστή έχουμε/ γεμίζει ωραιότητα η φύση των πραγμάτων/

Χαλαστοστέγες

Τω καιρώ εκείνω την Β’ Κυριακή των νηστειών, Γρηγορίου (κι όχι Κωστή ) Παλαμά μέγα αρχιεπισκόπου και θεολογοφιλοσόφου (νοερά προσευχή) Θεσσαλονίκης, ο Ιησούς κατά το ευαγγέλιο δίδασκε στην Καπερναούμ σ’ ένα σπίτι φίσκα κόσμου αλλά και γύρωθέν του. Οι 4 που κουβαλούσαν τον Παράλυτο μη μπορώντας να μπουν μέσα δια της κανονικής οδού χάλασαν (απεστέγασαν) τη στέγη κι από εκεί κατέβασαν τον ασθενή για να λαβει το: “Αρον τον κράββατόν σου κ.λπ”. Στον καιρό μας, στο χωριό Λκπγ οι κάτοικοι μη μπορώντας να διώξουν τον πολυμαφεμελίτη ράφτη λόγω ενοικιοστασίου από το σπίτι που νοίκιαζε για να το πουλήσουν (η ιδιοκτήτης του Αρβανίτσα το είχε δωρίσει στο χωριό για να γίνει σχολείο) να πάρουν τα χρήματα και να κτίσουν σχολείο, τη υποδείξει του αστυνόμου, ανέθεσαν σε δύο παλικάρια τον Ι. Ντούντα αριστεροψάλτη και κτίστη και τον Κ. Σιόρη, τον πιο δυνατό του χωριού (αλάτιζε τη ρέγγα) και ξεσκέπασαν, απεστεγασαν το σπίτι και άφησαν το ράφτη και την οικογένειά του να βλέπουν απευθείας άστρα, ουρανό, σύννεφα κ.λπ. Τελικά έφυγε πούλησαν το σπίτι πήραν τα χρήματα έκτισαν το σχολείο κι εκεί μάθαμε γράμματα οι μετά το 1954 μαθητές. Ινα πληρωθεί το ρηθέν “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” (και τα έξω).

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Απόηχος...

Β' των Χαιρετισμών με ΚΤΕΛ να βρω την γείτονα σ αυτό αλήθεια / Ομως με πήγε μέχρι την φτωχική εντελως «Παναγία Βοήθεια»

“Με τα συντρίμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου”

Ενωρίς μεν αλλά ως αργά στης Ζώγιας τη φωλιά/ Τσάι και συμπάθεια, αλλ’ ημείς σαλέπι της θύρας 4/ (ξέχασα να το πιω και να το πληρώσω) Ο Γ. Καλιεντζίδης κι η φιλόστοργη Λέσχη Ανάγνωσης/ είπαν λόγια αγάπης κι εσυγκινήθην ένδον/ «Επισκέπτης από τα δυτικά» ανίατα νοσταλγός/ της Θεσσαλονίκης στην οποία από τη δύση έρχομαι/ να βρω σ’ αυτή εκείνες τις λέξεις με τις οποίες/ προσπαθώ να αντέξω την “ελαφροτητα” / ή τη βαρύτητα του “είναι” μου ορισμένως./ Ειπώθηκαν κουβέντες, εικόνες, ευχές, μνήμες/ - Ναι,/ “Με τα συντρίμια αυτά στύλωσα τα ερείπια μου” (Ελιοτ)

Πάμε Θεσσαλονίκη

Πάμε Θεσσαλονίκη αφού έληξε στην Εγνατία η ολιγόλεπτη απαγόρευση κίνησης ανθρώπινων οχηματων για να περάσουν τα τεράστια απάνθρωπα οχήματα μεταφοράς βιομηχανικού υλικού ίσως πτερύγια ανεμογεννητριών… Καφέ Ζωγια, σήμερα ώρα 7 μ.μ. κι ο, τι ήθελε προκύψει… «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη...» Οχι, φυσικά: Στην πόλη αυτή νιώθω εντός έδρας, ψυχικά.�Είμαι κάτοικός της σώματι, τακτικά και πάντα ταξιδιώτης, στη μνήμη, όμως, και στην αναζήτησή της, δηλαδή στην άγρια και ιερή νοσταλγία της, μόνιμα περιφέρομαι σ’ αυτήν, η οποία συνθέτει με τον καιρό ένα σύνολο διαθέσεων που ξεκινούν από τον ασυλλόγιστο φοιτητικό χρόνο, φτάνουν στην ελεγχόμενη τρυφερότητά του και καταλήγουν στη χαρμολύπη της ενήλικης απώλειάς του. Κάποτε έχουμε την ανάγκη μιας εξόδου είτε προς τ’ άστρα, και τότε είμαστε κάτι σαν ποιητές ή τους ανίατα ονειροβαρεμένους, είτε στης γης τα χώματα και τα νερά επιμένουμε, άνθρωποι εντελώς και ευτυχώς. Θέλω να πω, για να το καταλάβω κι εγώ, πως ό,τι μας απογειώνει σαν επιθυμία και ό,τι μας προσγειώνει σαν πραγματικότητα κείται στο αυτό χρονικό διάστημα υλικής ύπαρξης και μη ύπαρξης. Το ενδιάμεσό της είναι μια διαυγής κατάσταση της ψυχής που παλινδρομεί μεταξύ αυτού που μπορεί κι αυτού για το οποίο καίγεται, αλλά δεν το καταφέρνει, με αποτέλεσμα ν’ αφήνεται στο διαρκές του ανολοκλήρωτου. Τα εφικτά τα ζούμε για να ’χουμε περιθώριο αργότερα να τα νοσταλγούμε. Τα ανέφικτα τα νοσταλγούμε για να ’χουμε την ελπίδα πως θα τα ζήσουμε, όποτε, έστω. Είμαι της πόλεως αυτής ένας μόνιμα επιστρέφων δια της νοσταλγίας και ταυτόχρονα απομακρυνόμενος από την πραγματικότητά της. Αυτή την αίσθηση διελκυστίνδα όσο μπορώ απλά τη ζω κι ακόμα πιο αγαπητικά την καταγράφω…

«Επισκέπτης...» στο καφέ Ζώγια Θεσ/νίκη την Τετάρτη 27 Μαρτίου

Δεν υπήρξα ποτέ μέλος Λέσχης συμφερόντων ή απολαύσεων υλικών ή πνευματικών. Την πρώτη λέσχη που γνώρισα και μετ’ αφάτου ηδύτητος διεξήλθα και τώρα θέλω να την ξαναϋπάρξω, είναι η «Λέσχη» το α’ μέρος της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στ. Τσίρκα, που αγόρασα το 1971 μόλις φοιτητιώθηκα, από το βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδη κοντά στη Καμάρα. Αυτή κι αν ήταν ευτυχής συνάντηση με το σπουδαίο λογοτεχνικό λόγο. Τον αυτό καιρό τρώγαμε στη φοιτητική Λέσχη της Θεσ/νίκης εκεί που υπήρξαν οι μεγάλες συναντήσεις και αίσθησες της ηλικίας. Σ’ αυτή, ένα μεσημέρι που το μενού ήταν λαχανόριζο, ήρθε να μας μιλήσει ένα γελοίο πρωθυπουργικό ον στα ύστερα της δικτατορίας κι εγιουχαϊσθη δεόντως. Τώρα καλούμαι υπό της Λέσχης Ανάγνωσης ΕΡΤ3 την Τετράδη 27 Μαρτίου 2024 στις 7 μ.μ. στο καφέ Ζώγια (Αλεξ. Σβώλου 45 Θεσσαλονίκη) να μιλήσουμε με τα εκλεκτά μέλη της, για το βιβλίο μου που εκδόθηκε το 2022 από τις εκδόσεις Παρέμβαση 20 «Επισκέπτης από τα δυτικά» ήγουν Μέρες και νύχτες της Θεσσαλονίκης. Διευθυντής του διαπράγματος ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γ. Καλιεντζίδης, μεγάλη η χάρη του... - Σκέφτομαι να πάω...

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Αλέες...

Κάποτε στο Παρίσι περπάτησα στην αλέα «Μ. Προυστ». Μια γλυκιά γωνιά στο κέντρο της πόλης. Το μέγα έργο του Προυστ «A la techrche du temps” («Αναζητώντας το χαμένο χρόνο») εκτείνεται σε 2400+1 σελίδες (1585 χιλιοστόγραμμα βάρος μονότομο) το διεξήλθα σε μτφρ Π. Ζάννα στις εκδόσεις Ηριδανός (τους ύστερους τόμους από την ΕΣΤΙΑ) κι έχω την αναγνωστική μου συνείδηση ήσυχη. Κάθε μέρα, χρόνια τώρα, περπατώ σε μια οιονεί αλέα -έτσι τη βάφτισα ενθυμούμενος αυτή του Προυστ – με τις μεγάλες αναλογίες ανθρώπων και τόπων φυσικά- – στην οποία υπάρχει μεγαλοπρεπής ανδριάντας του Ν. Κασομούλη αυτού του Κοζανίτη (1795-1872) - αγωνιστού και κορυφαίου απομνηματογράφου του Αγώνα. Το έργο του «Ενθυμήματα στρατιωτικά» που φρόντισε ο Γ. Βλαχογιάννης εκτείνεται σε 2.700+1 χειρόγραφες σελίδες. Αυτές τις μέρες διάβασα ένα μικρό μέρος τους σε χωριστό τόμο με επιμέλεια και σπουδαία εισαγωγή του Αλέξη Πολίτη και τίτλο «Με το σπαθί στο χέρι και με το ντουφέκι. Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι», από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Αντιγράφω μια παράγραφο του Ν. Κσμλ . «Ευρισκόμενοι όλοι οι Ελληνες εις το γελέκι με το σπαθί και μαχαίρι εις το χέρι, και με το ντουφέκι, ιδού και ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος προς την προσδιορισμένη γέφυραν. Ερώτησεν ποιός είναι μέσα. Τον είπαμεν ο Στορνάρης. «Σήκω» τον λέγει «Στορνάρη· εκινήσαμεν για τ’ όνομα του Θεού!» Ο Στορνάρης τον αποκρίνεται «Να περιμένομεν έως ότου να φύγουν αι γυναίκες» _ «[Ημείς] κινούμεν» τον λέγει, «και όποιος έχει γυναίκα ας φροντίσει πλέον· δεν γινόμεθα φύλακες των γυναικών των («των μ......ν») αυτήν την ώρα!» Ο Στορνάρης έφερνεν την κάπαν του μαζί του, την φλοκάτα και τα άρματά του. Τον είπα να τα ρίξει να ελαφρωθεί, δεν ηθέλησεν «διότι κρυολογώ» αποκρίθηκεν...» Αγρια, σκληρά, απάνθρωπα και πρωτίστως ηρωικά συμβάντα της νεοελληνικής φυλής...

Α' των Χαιρετισμών

Επηγα στους Α Χαιρετισμούς εψές/ Στον άγιο Γεώργιο του αλλοτε Α Σ Σ/ ηγεμονεύαν στο αναλόγιο οι καλλικελαδοι/ Αθανάσιος Βασίλειος κι ένας άγνωστος/ Στο «Ανοιξω το στόμα μου και πληρωθησεται πνεύματος»/ εγώ άκουγα η διάβαζα ενδον:/ «Ανοίξω το σώμα μου / Και πληρωθησεται Άνοιξης…»/ Κ.λπ κ.α

«Α, πε ένα ποίμα...»

Αλλοτινές μου εποχές /αλλοτινοί μου χρόνοι/ ερωτικές μου συντροφιές/ερωτικοί μου πόνοι Αχ, και να ΄ρχόσασταν ξανά κ.λπ. κ.α. Στέλιος Καζαντζίδης Τω καιρώ εκείνω δηλαδής στις 24 Μαρτίου 2001 εορτάζαμε την παγκόσμια ημέρα ποίησης και ως επώνυμος άρχων βιβλίων και γραμμάτων της πόλης εκαλέσαμε με ατομική πρόκληση όπως γίνεται στο στρατό (καλή ώρα όπως εκλήθη ο αρχηγός της κυρίας αξιωματικής αντιπολιτεύσεως) όλο το πρωτόκολλο της τοπικής εξουσίας ( Νομάρχης Υπουργός Μητροπολίτης, Δήμαρχοι πρόεδροι αντιδήμαρχοι κ.α.) να μας πουν ενα ποίημα που αγαπούν. Ηρθαν όλοι. «Α, πε ένα ποίμα» που είπε εκείνος ο αγαθός πολίτης από χωριό του Βόλου στο Γιάννη Ρίτσο όταν ρώτηξε τον ποιητή: «Εσύ τη δλιά κάνεις κύριε» και αυτός απάντηξε : «Είμαι ποιητής!» Πεδίον ασκήσεως της απαγγελίας το καφέ ΑΛΛΟΤΙΝΟΝ στον κέντρο της πόλεως, στην πλατέα, τώρα άλλαξε ονομασία αλλά όχι και χάρη. Η εκδήλωση έφερε τον τίτλο «Λόγος άρχων» Ακούστηκαν ποιήματα όλων των μεγάλων ελλήνων ποιητών από Κ.Π. Καβάφη μέχρι και Γ. Κρόκου(!) Εκείνο το βράδυ «επεράσαμε όμορφα όμορφα» βγήκαμε και φωτογραφία, όπως θα περάσουμε κι απόψε στο Λαογραφικό μουσείο μετά τις 6. 30 που η Παρέμβαση, το ΣΥΝ Βιβλιοπωλείο και ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και τεχνών εορτάζουν αυτήν την ποιητική ημερολογιακή φενάκη αλλά τόσον ζωτικής σημασίας έστω και για λίγο...

Ημέρα ποίησης ε, και...

Πέμπτη 21 Μαρτίου Παγκόσμια ημέρα ποίησης Κοζάνη, Λαογραφικό Μουσείο Μετά τις 6.30 : Αφιέρωμα στον Λόρδο Μπάυρον και ελεύθερες αναγνώσεις Παρέμβαση, ΣΥΝ Βιβλιοπωλείο, Σύνδεσμος Γραμμάτων .......... Π.Β. Πάσχος Από τον «Εγκλειστο βίο» ο κύκλος με τις εννεάδες Ε’ Ω, να μπορούσα εκείνο το τραγούδι/ ν’ ακούσω πάλι! Μια καλύβα μες στη μνήμη/ Μισοκαμένο, ρημαγμένο απ’ τον καιρό/ ένα μαντρί. Τα πρόβατα μόλις χωρούσαν/ Γέρνανε τα πουρνάρια με τον άνεμο/ και τραγουδούσαν ήρεμα, σαν ξάπλωνα/ να κοιμηθώ. Κι ανάμεσα στων λύκων/ ή των σκυλιών τ’ αλύχτισμα, ο αγέρας έφερνε/ ήχο φλογέρας μακρινής, ψιχάλισμα αστεριών!.../

Στέρνες

Περπατηξα στου Μαρτίου και της Σαρακοστής τις ομορφιές/ Τις στέρνες να βρω που κρατούν απ το χειμώνα νερό / Γλυκος κρύος αέρας με φυσηξε από τις όμορες κορφές/ Αυτή την άνοιξη δεν ξέρω τι γυρεύω και τι λαχταρώ …/

Μασκαράδες...

Στα μέσα του 19ου αι. στην Κοζάνη και κατά τη διάρκεια των εορτών του 12ημερου συνέβη ένα τραγικό περιστατικό. Δύο αδέλφια σκοτώθηκαν σε «μονομαχία» μεταξύ δυο ομάδων προσωπιδοφόρων και κωδωνοφόρων σ’ ένα στενό της πόλης. Η πασάς απαγόρευσε τις γιορτές. Αργοτερότερον με αφορμή αυτό ο έξοχος λογοτέχνης Κ. Τσιτσελίκης έγραψε ένα λογοτεχνικό διαμάντι «Στης Μπήλιως τα νημόρια». Με τον καιρό οι κοζανίτες μη αντέχοντας τη στέρηση των γιορτών παρεκάλεσαν φορτικά και με όλους τους «τρόπους» τον πασά του Μοναστηρίου να τους επιτρέψει τις γιορτές . Στις αρχές του 20ου αι. ξανάρχισαν αλλά μεταφέρθηκαν στις Αποκριές. Ο πασάς θυμόσοφος έβγαλε μια αμφίσημη διαταγή: «Μουσατέν μπιτιούν Κοζαναλάρ μασκαρασί ολσουνλάρ.» ήγουν: «Επιτρέπουμε σ’ ολους τους Κοζανίτες να γίνουν μασκαράδες αφού έτσι θέλουν» Εκτοτε τηρούν τη διαταγή που έλαβε ισχύν εθίμου....

Για μια «Αποκριά από μακριά»

Η κοζανίτικη αποκριά, πολυήμερος εορτή κάτι μεταξύ λαϊκού παζαριού (νιάημερος ) και πρόχειρου λαογραφικού πολιτισμού (χοροί, γλέντια, παρελάσεις, καρναβάλια, σάτιρα, φανοί κ.λπ) έρχεται από μακριά (ίσως τον 18ο αι.) -κυρίως οι φανοί-, και δεν πάει πουθενά. Στην πόλη διατηρείται το μόνον πανελληνίως, έθιμον του ανάματος στις γειτονιές των φανών και γύρωθεν αυτών να ορχούνται οι πάντες παραδοσιακά με κάποια εντελώς τοπικά (μπρε μπρε μπρε) και άλλα πανελλαδικής εμβέλειας ( «Παένω κι έρχομαι μα δε σε βρίσκω...» εκ του «Μήλο μου κόκκινο» το οποίο συνεχώς παίζει η δημοτική μπάντα Πανδώρα). Κάποιοι επιχώριοι α-μελετητές ατιμωρητί μπορεί να ισχυριστούν πως οι φωτιές αυτές έρχονται από την άπατη μυθολογία μας ότι με παρόμοιες φωτιές στις κορυφές βουνών και λόφων (φρυκτωρίες) έγινε γνωστή η πτώση της Τροίας στο μέγα μυθολογικόν πανελλήνιον. Είπα «φρυκτωρίες» και θυμήθηκα τον ποιητή ποταμό Σαράντο Παυλέα- με τις πολυσέλιδες 400 τόσες ποιητικές του «Φρυκτωρίες» που κάποτε με «γονάτισαν». Οι 15 περίπου φανοί φέρουν τα ονόματα της γειτονιάς που έχει έδρα ο «θυσιαστήριος» (των δαδιών) βωμός, λ.χ. «Πηγάδι του Κεραμαριό», «Τ’ Αλώνια» («Ολ’ στ’ Αλώνια με τα κοντά τα πανταλόνια»,) «Σκ’ρκα» (σλαβιστί βραχώδης προεξοχή), «Λάκκους τ’ Μάγγανι" (λέγε με Ματίνα Μ.) «Κασμιρτζίδις» κι εδώ ο μέγας Γ. Πλόσκας «τουπίκλην Γιαντς τσ’ Λένγκους» κ.α. Ισως και κάπως παρεξηγήσιμα αν τα δεις με μια γρήγορη ματιά. Ετσι ο λίαν τολμηρός φανός «Μπουντανάθκα σε πάει κατευθείαν στα παρεξηγήσιμα, ηχητικά κακόφημα μέρη. Κι όμως είναι παραφθορά του τοπωνυμίου «Μεγδανάθκα» αφού εκεί ήταν η περιοχή που ζούσε η οικογένεια Μεγδάνη που έφερε στις τάξεις της τον μέγα διανοούμενο ιερέα κι ιερομνήμονα Χαρίσιο Μεγδάνη (1768-1823). Εκείνου του ριζοσπάστη ιερέα που ελάχιστη σχέση είχε με τα ιερατικά καθήκοντα αλλά ασχολήθηκε φανατικά με τα γράμματα, τη διδασκαλία, τη λογιοσύνη μέχρι και με την ιατρική των ...ρολογιών. Εγραψε σπουδαία συγγράμματα: Αρχαιολογία, Ποιητική, Φαρμακολογία, Χαρακτήρες κ.α. Αρχηγέτης της σχολής της Κοζάνης την περίοδο του ύστερου Νεοελληνικού διαφωτισμού δάσκαλος όλων των σημαντικών πνευμάτων της πόλεως. Η γειτονιά Μεγδανάθκα μετά από τη χρόνια παραφθορά έφτασε στα Μπουντανάθκα. Ο φανός, Μπουντανάθκα, δηλαδή τα καληκέλαδα μέλη του, σε μια εκδήλωση του ΙΝΒΑ, την 27η Φεβρουαρίου 1998, τότε που την Κοζάνη θεωρούσαμε «Πόλη του Βιβλίου», με τον αμφίσημο τίτλο «Αποκριά από μακριά», «όρμηξαν» αλλά με τάξη, στην κατάμεστη από ώρα αίθουσα του Κοβενταρείου και πάνω στη σκηνή από την οποία μόλις είχαν αναχωρήσει οι «Γυαλιστεροί» οργανοπαίχτες Μηλοχωρίου (τους είχε ωθήσει εκεί ο ευγενής πολίτης κ. Γ. Δόδουρας ) και μου επιδαψίλευσαν τιμήν, δόξαν (και λόξαν) με το αυτοσχέδιο χορευτικό τραγούδι τους, γραμμένο μάλιστα σε μια σακούλα χάρτινη απ’ αυτές που βάζαν οι ψαράδες τα ψάρια: «Το βιβλίο Καραγιάννη δεν ταιριάζει στην Κοζάνη/ η Κοζάνη θέλει γλέντια κ.λπ... Είχα πλέον περάσει στη λαϊκή μούσα! Τι άλλο ήθελα; ΥΓ. Τώρα πολύ θα ήθελα να γνωρίσω εκείνον τον «ποιητή» σχεδιαστή του τραγουδιού.

Α΄των ψυχών

Παραμονή του Α’ Ψυχοσάββατου/ κατά το οποίον οι κεκοιμημένες ψυχές/ παίρνουν την άνω (ή κάτω) βόλτα τους/ και συνομιλούν με τους επιζώντες/ στην επιφάνεια της γης/ προς το δείλι πέρασα από την επικράτεια/ της αέναης σιωπής τους εν τούτοις βοώσα/. Του άφησα ζουμπούλια ευωδιάζοντα/ και κίτρινα άγνωστα εκ της αυλής μας άνθη/ «Πέρασαν το λοιπόν 2,5 χρόνια/ κι ακόμα δεν μπόρεσα εδώ να συνηθίσω...»/ -Είπε.../ Ούτε κι εμείς σε συνηθίσαμε εκεί.../ Στη τσέπη διαδακτύλιζα ένα στερεό δάκρυ/ χάντρα προσευχής από κομποσχοίνι.../

Τσικνοπέφτη

Η καντάτα της Τσικνοπέφτεις έργο για πιάνω σουβλάκι με τέσσερα χέρια